Άρχισε ξανά η πολύτιμη & πολυπόθητη ελληνική σεζόν του καλοκαιριού & μαζί της -σαν τα καλομαθημένα τζιτζίκια- οι γνωστές φωνές των πολιτικών & των πιστών τους σχολιαστών.
Με αφορμή πρόσφατο άρθρο (imerodromos.gr), με αναφορά στην εν συντομία καλοκαιρινή πολιτική του «..να ενθαρρύνουμε τους Έλληνες να ταξιδεύουν & σε λιγότερο γνωστούς προορισμούς & εκτός περιόδου αιχμής» (την οποία πολιτική προσέγγιση νιώθεις σαν αυτό το γνώριμο 9 μποφόρ καυτό αεράκι-ανακατεμένο-με-άμμο που φυσάει στα μούτρα σου ανελέητα από τα στούντιο της ενημέρωσης), αλλά & την περσινή «πατριωτική αγωνία» (mikropragmata.lifo.gr) να μην ενοχλήσουμε τη διαμονή των τουριστάκων απ' όξω, αναρωτιέμαι:
Ποιος ακριβώς Έλληνας; αυτός που αν είναι να φύγει για καλοκαιρινές διακοπές, μόνο τον Αύγουστο μπορεί, γιατί τότε κλείνει η εταιρεία του; Το αφήγημα είναι διατυπωμένο λες & έχουμε όλοι απεριόριστη ευελιξία, χρόνο & χρήμα. Το τρίπτυχο του νεοτουριστικού φιλελευθερισμού: Πήγαινε όπου θες, όποτε θες -αρκεί να μην ενοχλείς.
Όμως αυτό που ενοχλεί κατά βάση είναι η αλήθεια:
Ο εσωτερικός τουρισμός δεν τίθεται σε προτεραιότητα.
Ο ξένος τουρίστας «τα ακουμπάει», ο ντόπιος όχι.
Ο ξένος τουρίστας «επενδύει», ο ντόπιος «καταλαμβάνει χώρο».
Ο ξένος τουρίστας είναι «ποιοτικός επισκέπτης» (& του ορθού τα εννιάημερα), ο ντόπιος είναι «λαϊκός εισβολέας».
Ο ξένος τουρίστας είναι καλοδεχούμενος, ο ντόπιος είναι ανεκτός -& αν.
Ο ξένος τουρίστας είναι «στόχος της στρατηγικής ανάπτυξης», ο ντόπιος είναι «αγκάθι της αυγουστιάτικης ζήτησης».
Γιατί αν δεν κάνεις μπάνιο παραγγέλνοντας τρία μοχίτο δεν είσαι σωστός πελάτης, δεν καταναλώνεις, δεν «αξιοποιείς» το ελληνικό προϊόν. Η τουριστική πολιτική θέλει τον οικονομικά ανεπαρκή να μείνει στο δυαράκι του αυγουστιάτικα, να κρεμάει το εμπριμέ σεντόνι με ξηλωμένο γαζί στα κάγκελα του μπαλκονιού, να βλέπει το δελτίο από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα, να τρώει γεμιστά με φέτα από το ταψί που του 'ψησε η μάνα του, να φυσάει ο ανεμιστήρας το ζεστό καλοκαιρινό τίποτα επάνω του.
Και μετά από τη γλαφυρή εικόνα -στην οποία 'ντωμεταξύ δε βρίσκω καμία αναντιστοιχία με την πραγματικότητα- ας επανέλθουμε στην απλούστατη, καλογραμμένη, επικοινωνιακά σερβιρισμένη & κομψοτάτη προτασούλα: «να ενθαρρύνουμε τους Έλληνες να επισκέπτονται εναλλακτικούς, λιγότερο τουριστικούς, ήσυχους προορισμούς τον κλασσικό -& τετριμμένο θα 'λεγε κανείς- Αύγουστο». Καλέ, αλίμονο, καλέ! μην τους παρεξηγήσετε, απλώς νοιάζονται για την ξεκούρασή μας, μη στριμωχτούμε, μην αγχωθούμε, γιατί, ξέρετε τώρα μωρέ, όλο το χρόνο τρώμε το αγγούρι με δουλειά & φόρους, ε τώρα μας λένε άμε να ξεκουραστείτε. Αλλά σιωπηλά. Μακριά. Εκτός θέας.
Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να ευσταθεί μία τέτοια πρόταση για τον εξαντλημένο υπερεργαζόμενο, υποχρεωτικά αδειούχο τον Αύγουστο, τον οικονομικά στραγγισμένο οικογενειάρχη με 800άρι καθαρό, τον άνεργο με τους απλήρωτους λογαριασμούς που τον παροτρύνουν να πάει σε «μη κορεσμένους προορισμούς» λες & είναι Erasmus; Η πρόταση αυτή είναι φτιαγμένη για πολίτες άλλης χώρας, με άλλες συνθήκες καθημερινής ζωής, όχι για εκείνον που μετράει τα ρέστα για ένα εισιτήριο ΚΤΕΛ. Οι δέκα μέρες διακοπών του χαμηλόμισθου χωρίς την ευγενέεεστατη συγκατάθεση πολιτικών & τηλε-πολιτικών είναι σχεδόν πράξη ανταρσίας: μα να τολμήσει να πατήσει σε νησί χωρίς all-inclusive; να φάει πιτόγυρο αντί για tapas fusion seafood platter; να απλώσει πετσέτα χάμω δίπλα στον τουριστούλη με το 3k πακέτο διακοπών; να θρονιαστεί σε παραλία & μην πάει σε κάποια ξερή πλαγιά της ορεινής Αρκαδίας; Να πάει στο χωριό του! να κάθεται στην άσπρη πλαστική καρέκλα που 'χει αρχίσει να αποσυντίθεται απ' τον ήλιο & αφήνει μικρομόρια πλαστικού στις ιδρωμένες κλειδώσεις & να βρίσκει εκεί χώρο να «ανακαλύπτει νέους προορισμούς» -δηλαδή το ρέμα στην άκρη του χωριού που παίζει ο ξάδερφός του ο Τάκης μπουζούκι το βράδυ. Να κάνει πράσινο τουρισμό. Να πει κι ευχαριστώ.
Ποιος σας είπε κύριέ-μου-κυρία-μου-δεσποινίς-μου-δεν-ξέρω-τελοσπάντων-τι-είστε, πως έχετε το δικαίωμα να αποθαρρύνετε τον ντόπιο τουρίστα να απολαύσει τις διακοπές του στο διάστημα που εκείνος επιθυμεί & έχει δυνατότητα, επειδή ξοδεύει λιγότερα σε σύγκριση με τους ξένους; Να παραχωρήσει δηλαδή τις περιοχές που θα του προσφέρουν την άνεση & την ψυχαγωγία που έχει ανάγκη, αποσυρόμενος από αυτά που έχει ο ίδιος πληρώσει τους υπόλοιπους μήνες με το κρατικό χρήμα που συνεισφέρει για να αναπτυχθούν οι υποδομές της χώρας; Δρόμοι, μαρίνες, βιολογικοί καθαρισμοί, λιμάνια, παραλίες με μπλε σημαιούλες.
υπαινίσσεσαι ότι του «κάνεις χάρη»
να μην ταλαιπωρηθεί ανάμεσα στο τουρισταργιό
λέγοντάς του «να φύγετε κύριε, να πάτε αλλού».
Γιατί όμως το θέμα αυτό εμφανίζεται μόνο το καλοκαίρι; Γιατί δε ζητάνε το ίδιο το χειμώνα; Γιατί δε λένε με την ίδια θέρμη: «ελάτε να δείτε τα χωριά του Έβρου»; Το Γενάρη κανείς δε βγαίνει να μας πει «μην πάτε Παρνασσό & Ζαγόρι, θα έχουμε Αυστριακούς να κάνουν ski & hiking». Η συζήτηση αρχίζει μόνο όταν απειλείται η τουριστική χρυσή περίοδος, του καλοκαιριού στην Ελλάδα, με την παρουσία... των ίδιων των Ελλήνων! Νά πώς ιεραρχείται οικονομικά & η παραθέριση: όποιος πληρώνει πιο πολύ, δικαιούται παραπάνω χώρο. Όσο πιο πολλά δίνει τόσο πιο καλοδεχούμενος είναι. Και να γιατί όταν έρχεται η εποχή των πεντάστερων τότε ξαφνικά η παρουσία των ντόπιων γίνεται πρόβλημα. Διότι δεν είναι θέμα εξορθολογισμού του τουρισμού, εδώ αμφισβητείται το ποιος αξίζει να απολαμβάνει τον ήλιο & τη θάλασσα (όταν έχει διάθεση χρόνου & μπορεί).
Από τους Έλληνες οι μισοί δε θα πάνε διακοπές φέτος, καθαρά λόγω κόστους (cnn.gr/ellada/story/dimoskopisi-alco). Αν λοιπόν στους άλλους μισούς που θα πάνε, τους λες & πότε & πού να μην πάνε, τότε τι απομένει; Η βεράντα, η παντόφλα & η σκέψη ότι η χώρα που ζουν είναι όμορφη οπουδήποτε -απλώς τους δίνεις χρονοδιάγραμμα για το τι & πότε επιτρέπεται να δουν από κοντά με ελεύθερη βούληση. Σαν να έχουν εφ' όρου ζωής συνδρομή σε πολιτικό πακέτο θερινών διακοπών, συγκεκριμένων όρων & προϋποθέσεων.
Η τουριστική Ελλάδα είναι πλέον για να πουλιέται, όχι για να βιώνεται.
Η ελεύθερη επιλογή για το πού θα ξεκουραστεί ο ντόπιος,
πότε θα δει το Αιγαίο,
πώς θα ζήσει τη χώρα του,
γίνεται πλέον αντικείμενο διαχείρισης & ποιοτικού διαχωρισμού.
*Είτε πας διακοπές είτε όχι,
είτε βρεθείς από επιλογή ή από ανάγκη
σε νησί, σε βουνό ή στο μπαλκόνι σου με ανεμιστήρα,
να μη διστάσεις να απλώσεις την πετσέτα σου
εκεί που σου λένε ότι «δε χωράει».
Όχι από πείσμα, αλλά γιατί χωράς.
Απλώς κάποιοι βολεύονται να το ξεχνάς.