Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Πόλεμος πυ-ρη-νι-κός!

Φολκλόρ. Κιτς. Μπουζουκίλα. Η αγία τριάδα στη μυσταγωγία των πανηγυριών. Και σήμα κατατεθέν το echo delay, εκεί όπου η φωνή φεύγει, επιστρέφει, ξαναφεύγει & ηλεκτρίζει μαζί εσένα & τη μικροφωνική εγκατάσταση που βραχνιάζει μεταμεσονύκτια. Αν έχεις πάει σε πανηγύρι & δεν έχεις ακούσει τη λέξη «αγάαααπηηη πηηη πηηη πηη πη» να σκάει σε πέντε διαφορετικά ηχεία με καθυστέρηση 0,8 δευτερολέπτων & υπόκωφο πάθος που κάνει αντίλαλο μέχρι τη βρύση του χωριού, τότε μη συνεχίσεις το διάβασμα παρακάτω. Γιατί αυτό ανήκει στο βασικό κεφάλαιο της βίβλου του πανηγυριού. Αν δεν τρίζουν τα πλαστικά ποτήρια με ρετσίνα πάνω στο χαρτοτραπεζομάντηλο, δε ζεις τη δραματοποίηση επιπέδου λαϊκής τραγωδίας.

Όσοι/ες από εσάς είστε μύστες, θα ξέρετε σίγουρα ότι στα καραμπινάτα πανηγύρια γίνεται... πόλεμος πυ-ρη-νι-κόοος! Αυτή η φράση δε θα μπορούσε να ανήκει σε κανέναν άλλον παρά στον πιο καλτ σύγχρονο παναγυριάρικο ραδιοφωνικό παραγωγό, θρυλικό για το στυλ της εκφώνησης & της λαϊκής τρέλας & υπερβολής, τον επικό Blackman. Το vibe που σου μετέφερε ήταν λες & βρισκόσουν ήδη πρώτο τραπέζι & είχες κατεβάσει το πρώτο χλιαρό μπυρόνι την ώρα που δεν είχε προλάβει ακόμα να στερεοποιηθεί το λιπάκι που έσταζε απ' τη γουρνοπούλα στη λαδόκολλα.


Τα πανηγύρια είναι γλέντι εγγυημένο.
-Μόνο που...
-Μόνο που τι ρε Κωνσταντίνε;

Μόνο που εγγυητές είναι μία
σκιώδης βιομηχανία «καλλιτεχνικής μπίζνας»,
όπου πολιτιστικοί, αθλητικοί
& κάθε λογής άλλοι σύλλογοι
σε χωριά & κωμοπόλεις λειτουργούν ως
διοργανωτές-χορηγοί-φορείς-άλλοθι
του κάθε λαϊκογλεντιού,
από Γιορτή Βραστής Μελιτζάνας Φλάσκας
μέχρι Κολοπετινιτσιώτικο Αντάμωμα.


Σύμφωνα με φίλο που έχει φάει τα πανηγύρια με το κουτάλι (& τη γκιόσα με το πιρούνι), οι πανηγυριώτικες κλαρινοβραδιές με ντέφι & γαρύφαλλα κάνουν επιτυχία γιατί η είσοδος μπορεί να ξεκινάει από 3ευρο αλλά τα μαύρα πάνε σύννεφο -πιο πιθανό είναι ν' ακούσεις live τη Φουρέιρα σε χωριό του Μαινάλου παρά να πετύχεις POS στην είσοδο. Και ποτέ μην αμφισβητείς αυτούς τους φίλους με βαθιές εμπειρίες χωμάτινου παρκαρίσματος. Απλώς δε θα αποκαλύψουμε ποιος μας το είπε γιατί αγαπάμε τα πανηγύρια & δε θέλουμε να μας κλείσουν την πόρτα στη γκιόσα. Όσο για τη bonus πραγματικότητα; το πραγματικό εισόδημα των τραγουδιστών είναι σαν τα φαντάσματα: όλοι μιλάνε γι' αυτό αλλά κανείς δεν το έχει δει.


Δε θα ήταν όμως πλήρες το αφιέρωμα στην εμπειρία των πανηγυριών αν δεν στεκόμασταν & λίγο να χαζέψουμε στους πάγκους, που είναι από μόνοι τους η μικρογραφία του ελληνικού σουρεαλισμού. Όχι πέστε μου, δεν αξίζει δική του παράγραφο το μίνι πολυκατάστημα χωρίς ταμειακή που είναι ταυτόχρονα ψιλικατζίδικο, παιχνιδάδικο, κοσμηματοπωλείο; Γιατί αυτό είναι το απαύγασμα της θρησκευτικής εμποροπανήγυρης: εκεί που βλέπεις κομποσκοίνια, εικόνες & λιβάνια, να 'σου & το ζεβρέ κολάν & τα fidgets με ledάκια. Εκεί που βλέπεις π
ορτοφόλια Louis Vouton με μυρωδιά καμμένου πλαστικού, να 'σου & τα στριγκάκια δίπλα σε εικόνες του Αγίου Νεκταρίου. Όλα κοστίζουν 1 ευρώ, εκτός από εκείνα που κάνουν 5. Αν δεν είναι αυτό κερδοφόρα επιχειρηματική πρόταση για startup τότε εγώ να βάλω σαγιονάρα με κάλτσα. 

Και ναι. Τα πανηγύρια είναι τα ίδια κάθε χρόνο, οι ίδιες σπασμένες καρέκλες, το λαμέ λουλουδάτο φόρεμα με στρασάτο ντεκολτέ. Αλλά είναι & ο χορός του πιωμένου παππού που δεν καταλαβαίνει τίποτα από φόρους & ΦΠΑ, είναι το χωριό που το καλοκαίρι γεμίζει νέους, ζωή. Δεν αρνιόμαστε το κιτς & τη σαβουροσαπίλα. Έχει την τρόπο της να μας κάνει να την αποδεχόμαστε. Και να τη χορεύουμε. Και -όσο μπορούμε- θα είμαστε εκεί. Γιατί, άμα δεν πάμε εμείς να φάμε τη λουκανικιά τη χωριάτικη τη βέρα στο προαύλιο του παλιού δημοτικού σχολείου με τα γλομπάκια να κρεμώνται από πάνω, ποιος θα πάει; Οι τουρίστες;


(Φωτο-Πηγή: Kalavryta news)

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Μην ενοχλείτε!

Άρχισε ξανά η πολύτιμη & πολυπόθητη ελληνική σεζόν του καλοκαιριού & μαζί της -σαν τα καλομαθημένα τζιτζίκια- οι γνωστές φωνές των πολιτικών & των πιστών τους σχολιαστών.
Με αφορμή πρόσφατο άρθρο (imerodromos.gr), με αναφορά στην εν συντομία καλοκαιρινή πολιτική του «..να ενθαρρύνουμε τους Έλληνες να ταξιδεύουν & σε λιγότερο γνωστούς προορισμούς & εκτός περιόδου αιχμής» (την οποία πολιτική προσέγγιση νιώθεις σαν αυτό το γνώριμο 9 μποφόρ καυτό αεράκι-ανακατεμένο-με-άμμο που φυσάει στα μούτρα σου ανελέητα από τα στούντιο της ενημέρωσης), αλλά & την περσινή «πατριωτική αγωνία» (mikropragmata.lifo.gr) να μην ενοχλήσουμε τη διαμονή των τουριστάκων απ' όξω, αναρωτιέμαι:

Ποιος ακριβώς Έλληνας; αυτός που αν είναι να φύγει για καλοκαιρινές διακοπές, μόνο τον Αύγουστο μπορεί, γιατί τότε κλείνει η εταιρεία του; Το αφήγημα είναι διατυπωμένο λες & έχουμε όλοι απεριόριστη ευελιξία, χρόνο & χρήμα. Το τρίπτυχο του νεοτουριστικού φιλελευθερισμού: Πήγαινε όπου θες, όποτε θες -αρκεί να μην ενοχλείς.



Όμως αυτό που ενοχλεί κατά βάση είναι η αλήθεια:
Ο εσωτερικός τουρισμός δεν τίθεται σε προτεραιότητα.


Ο ξένος τουρίστας «τα ακουμπάει», ο ντόπιος όχι.
Ο ξένος τουρίστας «επενδύει», ο ντόπιος «καταλαμβάνει χώρο».
Ο ξένος τουρίστας είναι «ποιοτικός επισκέπτης» (& του ορθού τα εννιάημερα), ο ντόπιος είναι «λαϊκός εισβολέας».
Ο ξένος τουρίστας είναι καλοδεχούμενος, ο ντόπιος είναι ανεκτός -& αν.
Ο ξένος τουρίστας είναι «στόχος της στρατηγικής ανάπτυξης», ο ντόπιος είναι «αγκάθι της αυγουστιάτικης ζήτησης».

Γιατί αν δεν κάνεις μπάνιο παραγγέλνοντας τρία μοχίτο δεν είσαι σωστός πελάτης, δεν καταναλώνεις, δεν «αξιοποιείς» το ελληνικό προϊόν. Η τουριστική πολιτική θέλει τον οικονομικά ανεπαρκή να μείνει στο δυαράκι του αυγουστιάτικα, να κρεμάει το εμπριμέ σεντόνι με ξηλωμένο γαζί στα κάγκελα του μπαλκονιού, να βλέπει το δελτίο από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα, να τρώει γεμιστά με φέτα από το ταψί που του 'ψησε η μάνα του, να φυσάει ο ανεμιστήρας το ζεστό καλοκαιρινό τίποτα επάνω του.

Και μετά από τη γλαφυρή εικόνα -στην οποία 'ντωμεταξύ δε βρίσκω καμία αναντιστοιχία με την πραγματικότητα- ας επανέλθουμε στην απλούστατη, καλογραμμένη, επικοινωνιακά σερβιρισμένη & κομψοτάτη προτασούλα: «να ενθαρρύνουμε τους Έλληνες να επισκέπτονται εναλλακτικούς, λιγότερο τουριστικούς, ήσυχους προορισμούς τον κλασσικό -& τετριμμένο θα 'λεγε κανείς- Αύγουστο». Καλέ, αλίμονο, καλέ! μην τους παρεξηγήσετε, απλώς νοιάζονται για την ξεκούρασή μας, μη στριμωχτούμε, μην αγχωθούμε, γιατί, ξέρετε τώρα μωρέ, όλο το χρόνο τρώμε το αγγούρι με δουλειά & φόρους, ε τώρα μας λένε άμε να ξεκουραστείτε. Αλλά σιωπηλά. Μακριά. Εκτός θέας.

Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να ευσταθεί μία τέτοια πρόταση για τον εξαντλημένο υπερεργαζόμενο, υποχρεωτικά αδειούχο τον Αύγουστο, τον οικονομικά στραγγισμένο οικογενειάρχη με 800άρι καθαρό, τον άνεργο με τους απλήρωτους λογαριασμούς που τον παροτρύνουν να πάει σε «μη κορεσμένους προορισμούς» λες & είναι Erasmus; Η πρόταση αυτή είναι φτιαγμένη για πολίτες άλλης χώρας, με άλλες συνθήκες καθημερινής ζωής, όχι για εκείνον που μετράει τα ρέστα για ένα εισιτήριο ΚΤΕΛ. Οι δέκα μέρες διακοπών του χαμηλόμισθου χωρίς την ευγενέεεστατη συγκατάθεση πολιτικών & τηλε-πολιτικών είναι σχεδόν πράξη ανταρσίας: μα να τολμήσει να πατήσει σε νησί χωρίς all-inclusive; να φάει πιτόγυρο αντί για tapas fusion seafood platter; να απλώσει πετσέτα χάμω δίπλα στον τουριστούλη με το 3k πακέτο διακοπών; να θρονιαστεί σε παραλία & μην πάει σε κάποια ξερή πλαγιά της ορεινής Αρκαδίας; Να πάει στο χωριό του! να κάθεται στην άσπρη πλαστική καρέκλα που 'χει αρχίσει να αποσυντίθεται απ' τον ήλιο & αφήνει μικρομόρια πλαστικού στις ιδρωμένες κλειδώσεις & να βρίσκει εκεί χώρο να «ανακαλύπτει νέους προορισμούς» -δηλαδή το ρέμα στην άκρη του χωριού που παίζει ο ξάδερφός του ο Τάκης μπουζούκι το βράδυ. Να κάνει πράσινο τουρισμό. Να πει κι ευχαριστώ.

Ποιος σας είπε κύριέ-μου-κυρία-μου-δεσποινίς-μου-δεν-ξέρω-τελοσπάντων-τι-είστε, πως έχετε το δικαίωμα να αποθαρρύνετε τον ντόπιο τουρίστα να απολαύσει τις διακοπές του στο διάστημα που εκείνος επιθυμεί & έχει δυνατότητα, επειδή ξοδεύει λιγότερα σε σύγκριση με τους ξένους; Να παραχωρήσει δηλαδή τις περιοχές που θα του προσφέρουν την άνεση & την ψυχαγωγία που έχει ανάγκη, αποσυρόμενος από αυτά που έχει ο ίδιος πληρώσει τους υπόλοιπους μήνες με το κρατικό χρήμα που συνεισφέρει για να αναπτυχθούν οι υποδομές της χώρας; Δρόμοι, μαρίνες, βιολογικοί καθαρισμοί, λιμάνια, παραλίες με μπλε σημαιούλες.


Αντί να τον ενισχύσεις, να του δώσεις κίνητρο για το αυτονόητο,
υπαινίσσεσαι ότι του «κάνεις χάρη»
να μην ταλαιπωρηθεί ανάμεσα στο τουρισταργιό
λέγοντάς του «να φύγετε κύριε, να πάτε αλλού».



Γιατί όμως το θέμα αυτό εμφανίζεται μόνο το καλοκαίρι; Γιατί δε ζητάνε το ίδιο το χειμώνα; Γιατί δε λένε με την ίδια θέρμη: «ελάτε να δείτε τα χωριά του Έβρου»; Το Γενάρη κανείς δε βγαίνει να μας πει «μην πάτε Παρνασσό & Ζαγόρι, θα έχουμε Αυστριακούς να κάνουν ski & hiking». Η συζήτηση αρχίζει μόνο όταν απειλείται η τουριστική χρυσή περίοδος, του καλοκαιριού στην Ελλάδα, με την παρουσία... των ίδιων των Ελλήνων! Νά πώς ιεραρχείται οικονομικά & η παραθέριση: όποιος πληρώνει πιο πολύ, δικαιούται παραπάνω χώρο. Όσο πιο πολλά δίνει τόσο πιο καλοδεχούμενος είναι. Και να γιατί όταν έρχεται η εποχή  των πεντάστερων τότε ξαφνικά η παρουσία των ντόπιων γίνεται πρόβλημα. Διότι δεν είναι θέμα εξορθολογισμού του τουρισμού, εδώ αμφισβητείται το ποιος αξίζει να απολαμβάνει τον ήλιο & τη θάλασσα (όταν έχει διάθεση χρόνου & μπορεί).

Από τους Έλληνες οι μισοί δε θα πάνε διακοπές φέτος, καθαρά λόγω κόστους (cnn.gr/ellada/story/dimoskopisi-alco). Αν λοιπόν στους άλλους μισούς που θα πάνε, τους λες & πότε & πού να μην πάνε, τότε τι απομένει; Η βεράντα, η παντόφλα & η σκέψη ότι η χώρα που ζουν είναι όμορφη οπουδήποτε -απλώς τους δίνεις χρονοδιάγραμμα για το τι & πότε επιτρέπεται να δουν από κοντά με ελεύθερη βούληση. Σαν να έχουν εφ' όρου ζωής συνδρομή σε πολιτικό πακέτο θερινών διακοπών, συγκεκριμένων όρων & προϋποθέσεων.


Η τουριστική Ελλάδα είναι πλέον για να πουλιέται, όχι για να βιώνεται.
Η ελεύθερη επιλογή για το πού θα ξεκουραστεί ο ντόπιος,
πότε θα δει το Αιγαίο,
πώς θα ζήσει τη χώρα του,
γίνεται πλέον αντικείμενο διαχείρισης & ποιοτικού διαχωρισμού.



*Είτε πας διακοπές είτε όχι,
είτε βρεθείς από επιλογή ή από ανάγκη
σε νησί, σε βουνό ή στο μπαλκόνι σου με ανεμιστήρα,
να μη διστάσεις να απλώσεις την πετσέτα σου
εκεί που σου λένε ότι «δε χωράει».
Όχι από πείσμα, αλλά γιατί χωράς.
Απλώς κάποιοι βολεύονται να το ξεχνάς.