Η άμμος ζεματούσε & εκείνο το φυτό δεν έλεγε να κοπεί. Τράβηξα ξανατράβηξα, τα χέρια γλιστρούσαν απ'τον ιδρώτα. Τελικά κατάφερα & πήρα τρία κομμάτια, ίσα με μια πιθαμή το καθένα. Τόσες ώρες ταξίδι απ'το Ιόνιο μέχρι την πρωτεύουσα άντεξαν, χωρίς νερό -αυτό είναι το καλό με τα παχύφυτα.
Άντεξαν δύο χειμώνες στο μπαλκόνι. Μεγάλωσαν, κρέμασαν έξω απ'τις γλάστρες. Και τη δεύτερη άνοιξη, έδωσαν αυτό για το οποίο προοριζόταν: ζωή. Ένα χρώμα τόσο φωτεινό που όλα τα υπόλοιπα λουλούδια τριγύρω μοιάζουν ασπρόμαυρα. Ανοίγουν τα πέταλα την ημέρα & κλείνουν τη νύχτα. Κάνουν κύκλους, όπως οι εποχές. Φέρνουν το καλοκαίρι στο μπαλκόνι. Θυμίζουν έρωτα. Εκείνον τον αλμυρό, μπλεγμένο με φύκη έρωτα, με κόκκους άμμου στα μαλλιά.
Τα κοτσάνια ρίζωσαν, βλάστησαν, άνθισαν. Άντεξαν.
Μα όχι εκείνο που συμβολίζουν.