-Πότε θα σταματήσει να βρέχει;
-Όταν αρχίσεις να ακούς τον ήχο των αχτίδων του
μυαλού σου.
Είναι αμέτρητες κι αν δεις μονάχα έστω μια απ'
αυτές θα τυφλωθείς τόσο απότομα που το σκοτάδι που θαρρούσες πως έβλεπες τόσον
καιρό θα σου φανεί καταιγίδα φωτός.
Τα κύματα της νιότης τραβούν βαθιά τις
ρίζες του παρελθόντος
να τραφούν με τη σοφία του μυαλού σου.
Αναδύεται η
εναγώνια προσπάθειά σου να στραφείς στο έσω σου και στη μοναχικότητα -όχι τη
μοναξιά, όχι αυτή τη θλιβερή και άσπονδη μοναξιά, παρά εκείνη την ήρεμη και
δημιουργική μοναχική παρέα που μόνο εσύ μπορείς και ξέρεις να κρατάς στον εαυτό
σου.
Τότε που ξηλώνονται όλοι αρμοί του πέτρινου σύμπαντος
της κούρασης και της
απρόσωπης ρουτίνας,
όλα τ' ανάρμοστα χωρούν και σε γλυκαίνουν.
Κι άμα ποτέ σου
βγάλεις το πέπλο της βροχής και της ματαιότητας, αυτής που σε τεντώνει να
υψωθείς πάνω απ' τη στάθμη που σε πνίγει, τότε όλα τριγύρω σου θα λάμψουν -και
τα κακά και τα καλά- πύρινα φώτα θ' ανάψουν, λες και γιορτή στήθηκε μπροστά στα
μάτια σου, πρόχειρα, αληθινά, ανέμελα.
Μία-μία οι αχτίδες θα σε ζεσταίνουν
και
θα αισθανθείς τον όγκο τους μέσα σου,
θα σε τυλίγει η μορφή τους ακέραια και
διαπεραστική,
ασήμι αμόνι και σφυρί,
θα σου λειαίνει και θα σου στιλβώνει την
ψυχή,
θα σ' υγιαίνει.