Αυτές τις μέρες δεν είναι να κυκλοφορείς προτού δύσει ο ήλιος. Μπαίνοντας στο αμάξι κάνεις δωρεάν σάουνα με δώρο hot stone massage, μόνο που αντί για θερμές ηφαιστειογενείς πέτρες σ'ακουμπάει το σαλόνι του αυτοκινήτου με τον ζεματιστό λεβιέ ταχυτήτων. Χώνεσαι στα στενά & δε βλέπεις την ώρα να φτάσεις στο δροσερό σου διαμερισματάκι. Όπως κάθε καλοκαιριάτικο απομεσήμερο μετά τη δουλειά.
Έλα όμως που κάποιες φορές τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα περιμένεις. Και κάτω απ'τα πεύκα βλέπεις μία γιαγιαδίτσα με το νυχτικό της και το κομπινεζόν παρακαλώ, παρά τους 40 βαθμούς, με παπούτσια φορεμένα σαν παντόφλες πατημένα στις φτέρνες, να περπατάει συρτά και τρεμουλιαστά. Τα άσπρα μαλλιά της ανακατεμένα και το πρόσωπό της έδειχνε τόσο αφοσιωμένο που δεν έλεγες ότι έχει αποπροσανατολιστεί.
Αμέσως κόβω ταχύτητα, κατεβάζω παράθυρο, σταματάω δίπλα της. Την κοιτάζω και της χαμογελάω τάχα μου ότι την ξέρω και θέλω να τη χαιρετήσω. Δε με αναγνωρίζει προφανώς. Προσπαθώ να καταλάβω αν είναι εντάξει. Πήγε να χαμογελάσει και φάνηκαν τα ούλα της πίσω από τα ζαρωμένα χείλη.
Αμέσως κόβω ταχύτητα, κατεβάζω παράθυρο, σταματάω δίπλα της. Την κοιτάζω και της χαμογελάω τάχα μου ότι την ξέρω και θέλω να τη χαιρετήσω. Δε με αναγνωρίζει προφανώς. Προσπαθώ να καταλάβω αν είναι εντάξει. Πήγε να χαμογελάσει και φάνηκαν τα ούλα της πίσω από τα ζαρωμένα χείλη.
-Τι κάνετε;
-Πάω στο γιατρό.
-Ααα τέτοια ώρα με τόση ζέστη;
-Έχω αργήσει.
Απαντούσε λογικά. Άρα καλά άκουγε. Χειρόφρενο. Κατεβαίνω στο πεζοδρόμιο. Η άσφαλτος άχνιζε από κάτω. Από πίσω ουρά τα αμάξια. Κάνω νόημα. Οι οδηγοί το πιάσανε αμέσως.
-Μόνη σας είστε;
-Πάω στο γιατρό. Έχω ραντεβού.
Συνέχισε να περπατάει. Ξεφυσούσε. Την κρατάω απ'το μπράτσο. Εν τω άμα κατέβηκαν και οι υπόλοιποι οδηγοί. Έβραζε ο τόπος. Η γιαγιά ατάραχη.
-Πάρτε την αστυνομία, παρκάρω στη γωνία.
Όλα έγιναν εν ριπῇ οφθαλμού. Ευτυχώς μερικοί άνθρωποι παρά τη ζέστη δεν παραιτήθηκαν. Παρέμειναν εκεί.
-Πώς σας λένε;
-Βούλα. Από το Παρασκευούλα.
-Α τι ωραία, πότε γιορτάζετε;
-Της Αγίας Παρασκευής.
Μας τρολάρει κιόλας. Απαντούσε πολύ ξύπνια παρά το σαλεμένο της βλέμμα. Μέχρι να έρθει το περιπολικό προσπαθούσαμε να της κάνουμε ερωτήσεις να μην καταλαβαίνει ότι την απασχολούμε. Άλλοτε απαντούσε πειστικά, άλλοτε ανισόρροπα. Τα λεγόμενά της θα μπορούσαν να στέκουν, ήταν λογικά αλλά και παράλογα ταυτοχρόνως. Κι αν είναι αλήθεια; Αν όντως βγήκε να πάει στο γιατρό και βαριόταν να ντυθεί;
-Αφήστε με καλέ, έχω αργήσει!
-Πού είναι το βιβλιάριό σας;
Ψάχνει τις τσέπες. Άδειες. Ούτε κλειδιά, ούτε τίποτα.
-Τι γιατρός είναι; Πώς λέγεται;
-Κ...ας.
-Πάτε να σας γράψει φάρμακα;
-Ναι.
-Πόσο πληρώνετε;
-Δεν πληρώνω.
-Και τα φάρμακα;
Δεν απαντούσε μετά. Σαν να αποσυντονίστηκε. Την έβαλα να καθίσει στο πεζουλάκι. Την κρατούσα. Δεν διαμαρτυρήθηκε. Συνέχισε να αναπνέει όπως πριν, λίγο λαχανιασμένα. Όλοι υποθέτουμε λόγω ζέστης. Μύριζε γιαγιαδίλα.
-Μη με κρατάτε άλλο, πρέπει να φύγω!
Κανείς μας δεν την πίστευε. Θέλαμε να νομίζουμε ότι οι ισχυρισμοί της ήταν αλήθειες με λίγα ψέμματα και όχι το αντίστροφο. Γι'αυτό περιμέναμε υπομονετικά. Αρχίσαμε να ξεφυσάμε κι εμείς μαζί της. Το περιπολικό δεν εμφανιζόταν. Η κυρα Βούλα άλλοτε ηρεμούσε σαν να μη συνέβαινε τίποτα και άλλοτε πανικοβάλλονταν. Αυτό μας τρόμαζε ακόμα πιο πολύ, αλλά κρατούσαμε την ψυχραιμία μας.
Ήρθε η αστυνομία. Περιγράψαμε την κατάσταση. Ο αστυνομικός της χαμογελούσε συγκαταβατικά. Πήραν τα στοιχεία μου, τυπικά για παν ενδεχόμενο.
-Έλα γιαγιά μαζί μας.
Της άνοιξαν την πόρτα. Σαν πριγκίπισσα με νυχτικιά. Μπήκε ανενόχλητη στο περιπολικό. Είχε σταματήσει να φέρνει αντιρρήσεις. Δεν μας κοιτούσε πια.
Γυρνώντας σπίτι ξέσπασα σε κλάματα. Σκεφτόμουν τη δική μου γιαγιά. Οι γείτονες την γυρίζουν πότε πότε στο σπίτι γιατί χάνει το δρόμο της. Ακόμα και άγνωστοι καμιά φορά. Δεν το παραδέχεται πως μπερδεύται. Λέει πως πήγαινε σε μια γειτόνισσα. Μισές αλήθειες μισά ψέμματα. Τα ρούχα μου μυρίζανε γιαγιαδίλα.
-Μη με κρατάτε άλλο, πρέπει να φύγω!
Κανείς μας δεν την πίστευε. Θέλαμε να νομίζουμε ότι οι ισχυρισμοί της ήταν αλήθειες με λίγα ψέμματα και όχι το αντίστροφο. Γι'αυτό περιμέναμε υπομονετικά. Αρχίσαμε να ξεφυσάμε κι εμείς μαζί της. Το περιπολικό δεν εμφανιζόταν. Η κυρα Βούλα άλλοτε ηρεμούσε σαν να μη συνέβαινε τίποτα και άλλοτε πανικοβάλλονταν. Αυτό μας τρόμαζε ακόμα πιο πολύ, αλλά κρατούσαμε την ψυχραιμία μας.
Ήρθε η αστυνομία. Περιγράψαμε την κατάσταση. Ο αστυνομικός της χαμογελούσε συγκαταβατικά. Πήραν τα στοιχεία μου, τυπικά για παν ενδεχόμενο.
-Έλα γιαγιά μαζί μας.
Της άνοιξαν την πόρτα. Σαν πριγκίπισσα με νυχτικιά. Μπήκε ανενόχλητη στο περιπολικό. Είχε σταματήσει να φέρνει αντιρρήσεις. Δεν μας κοιτούσε πια.
Γυρνώντας σπίτι ξέσπασα σε κλάματα. Σκεφτόμουν τη δική μου γιαγιά. Οι γείτονες την γυρίζουν πότε πότε στο σπίτι γιατί χάνει το δρόμο της. Ακόμα και άγνωστοι καμιά φορά. Δεν το παραδέχεται πως μπερδεύται. Λέει πως πήγαινε σε μια γειτόνισσα. Μισές αλήθειες μισά ψέμματα. Τα ρούχα μου μυρίζανε γιαγιαδίλα.