Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Ρυθμίσεις απορρήτου και τα συναφή

Έχεις σπάσει το κεφάλι σου να θυμηθείς τον κωδικό που χρησιμοποιείς για έναν από τους μόνο 287.000 λογαριασμούς σου σε μέσα (και έξω) κοινωνικής δικτύωσης γιατί όλα τα'χε η Μαριορή το instagram της έλειπε. Τον άλλαξες σχετικά πρόσφατα πάνω σε μία κρίση πανικού για διασφάλιση των προσωπικών σου δεδομένων ήτοι των φωτογραφιών «τρώμε μόνο σκωτσέζικο φασιανό με μύρτιλα και όχι παστουρμά με σκορδοστούμπι» και των posts «η φάση είναι ρομαντζάδα με πανσέληνο και παστές σαρδέλες», και σου είναι αδύνατον να τον ανακαλέσεις γιατί όταν τον σχημάτιζες έτρεχαν στο ρημαδοκεφάλι σου όχι οι όλο-ερωτισμό-τρομάρα-να'σού-'ρθει λογαριασμοί σου στον ιντερνέ αλλά εκείνοι οι ανέραστοι που στοιβάζονται στο γραμματοκιβώτιο τακτικώς και ανεξαιρέτως. Δοκιμάζεις μάταια, ξαναδοκιμάζεις ματαιότις-ματαιοτήτων-τα-πάντα-ματαιότις και όταν έχουν κοντέψει να βράσουν τα ρεβύθια της κυρα Νίτσας απέναντι φτάνεις στην ύστατη δυνατότητα που σου παρέχεται να δημιουργήσεις έναν καινούργιο κωδικό και όλ'αυτά κατόπιν μίας επίπονης δοκιμασίας αλγορίθμων και τερτιπιών που τεστάρουν αν έχεις iq ραδικιού ή μπάμιας (η δε τελευταία εν τω μεταξύ μακράν ηλιθιότερη εξ ου και η χυλόπιτα που της ρίχνεις* αν σέβεσαι τη στοματοφαρυγγική σου κοιλότητα -προτιμάμε τα έξυπνα φαγιά) και μπορείς να πληκτρολογήσεις ένα λαβύρινθο γραμμάτων επιβεβαιώνοντας ότι δεν είσαι ρομπότ -παρ'ότι σε έβαλαν να σκέφτεσαι από γεννησιμιού σου έτσι- τι ανεκδιήγητο σου λέει;! «Ξέρετε μανδάμ δε δύνασθε να χρησιμοποιήσετε τον ίδιο κωδικό που είχατε πριν».
       Δηλαδής τόσην ώρα σπαζοκεφαλιάζομαι να τον θυμηθώ κι όταν μετά μου δίνεις το πράσινο φως να τον αλλάξω κάνω μια τρύπα στο νερό και επιλέγω τον παλιό που δεν ημπόρεγα να θυμηθώ η παρδαλόμυαλη. Ρυθμίσεις και πολιτική απορδήτου! Λογικό πάντως μετά από τα ρεβύθια της Νιτσάρας με της τρεμουλιαστές μπρατσάρες που μοσχοβρωμάνε χειρότερα κι από το Θερμαϊκό στα καλύτερά του. Ωραίες είναι η τρύπες στο νερό όμως. Ακόμα και σ'αυτό υπάρχει μία ενιαία και αρμονική συνύπαρξη του έξω κόσμου με τη μαλακία που σε δέρνει αμετανόητα ωσάν να μην υπάρχει Δευτέρα Παρουσία. Αυτό με τη Δευτέρα σβήσ'το δε μ'άρεσε.


*Σοβαρά τώρα, αν υπάρχει συνταγή «μπάμιες με χυλοπίτες» πρέπει να μαζευτούμε όλοι στο Σύνταγμα και να το κάψουμε στο μαγείρεμα για να αποτείνουμε φόρο τιμής σε όσα τρόφιμα μπήκαν άθελά τους στο ίδιο καζάνι με την τριχωτή μπάμπια αλλά και προς παραδειγματισμό όλων όσων ψευτογκουρμεδομαγείρων που θεωρούν ότι αυτό το λαχανικό που φύεται ακόμα εκεί έξω είναι άξιο για βρώση αντί να το ψεκάσουν με κοκτέιλ από αυγά κάμπιας & μελίγκρας και να πάει άθαφτο που κακό ψόφο να'χει.

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Γιαγιαδίλα

     Αυτές τις μέρες δεν είναι να κυκλοφορείς προτού δύσει ο ήλιος. Μπαίνοντας στο αμάξι κάνεις δωρεάν σάουνα με δώρο hot stone massage, μόνο που αντί για θερμές ηφαιστειογενείς πέτρες σ'ακουμπάει το σαλόνι του αυτοκινήτου με τον ζεματιστό λεβιέ ταχυτήτων. Χώνεσαι στα στενά & δε βλέπεις την ώρα να φτάσεις στο δροσερό σου διαμερισματάκι. Όπως κάθε καλοκαιριάτικο απομεσήμερο μετά τη δουλειά.
     Έλα όμως που κάποιες φορές τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα περιμένεις. Και κάτω απ'τα πεύκα βλέπεις μία γιαγιαδίτσα με το νυχτικό της και το κομπινεζόν παρακαλώ, παρά τους 40 βαθμούς, με παπούτσια φορεμένα σαν παντόφλες πατημένα στις φτέρνες, να περπατάει συρτά και τρεμουλιαστά. Τα άσπρα μαλλιά της ανακατεμένα και το πρόσωπό της έδειχνε τόσο αφοσιωμένο που δεν έλεγες ότι έχει αποπροσανατολιστεί.
   Αμέσως κόβω ταχύτητα, κατεβάζω παράθυρο, σταματάω δίπλα της. Την κοιτάζω και της χαμογελάω τάχα μου ότι την ξέρω και θέλω να τη χαιρετήσω. Δε με αναγνωρίζει προφανώς. Προσπαθώ να καταλάβω αν είναι εντάξει. Πήγε να χαμογελάσει και φάνηκαν τα ούλα της πίσω από τα ζαρωμένα χείλη.
-Τι κάνετε;
-Πάω στο γιατρό.
-Ααα τέτοια ώρα με τόση ζέστη;
-Έχω αργήσει.
Απαντούσε λογικά. Άρα καλά άκουγε. Χειρόφρενο. Κατεβαίνω στο πεζοδρόμιο. Η άσφαλτος άχνιζε από κάτω. Από πίσω ουρά τα αμάξια. Κάνω νόημα. Οι οδηγοί το πιάσανε αμέσως.
-Μόνη σας είστε;
-Πάω στο γιατρό. Έχω ραντεβού.
Συνέχισε να περπατάει. Ξεφυσούσε. Την κρατάω απ'το μπράτσο. Εν τω άμα κατέβηκαν και οι υπόλοιποι οδηγοί. Έβραζε ο τόπος. Η γιαγιά ατάραχη.
-Πάρτε την αστυνομία, παρκάρω στη γωνία.
Όλα έγιναν εν ριπῇ οφθαλμού. Ευτυχώς μερικοί άνθρωποι παρά τη ζέστη δεν παραιτήθηκαν. Παρέμειναν εκεί.
-Πώς σας λένε;
-Βούλα. Από το Παρασκευούλα.
-Α τι ωραία, πότε γιορτάζετε;
-Της Αγίας Παρασκευής.
Μας τρολάρει κιόλας. Απαντούσε πολύ ξύπνια παρά το σαλεμένο της βλέμμα. Μέχρι να έρθει το περιπολικό προσπαθούσαμε να της κάνουμε ερωτήσεις να μην καταλαβαίνει ότι την απασχολούμε. Άλλοτε απαντούσε πειστικά, άλλοτε ανισόρροπα. Τα λεγόμενά της θα μπορούσαν να στέκουν, ήταν λογικά αλλά και παράλογα ταυτοχρόνως. Κι αν είναι αλήθεια; Αν όντως βγήκε να πάει στο γιατρό και βαριόταν να ντυθεί;
-Αφήστε με καλέ, έχω αργήσει!
-Πού είναι το βιβλιάριό σας;
Ψάχνει τις τσέπες. Άδειες. Ούτε κλειδιά, ούτε τίποτα.
-Τι γιατρός είναι; Πώς λέγεται;
-Κ...ας.
-Πάτε να σας γράψει φάρμακα;
-Ναι.
-Πόσο πληρώνετε;
-Δεν πληρώνω.
-Και τα φάρμακα;
Δεν απαντούσε μετά. Σαν να αποσυντονίστηκε. Την έβαλα να καθίσει στο πεζουλάκι. Την κρατούσα. Δεν διαμαρτυρήθηκε. Συνέχισε να αναπνέει όπως πριν, λίγο λαχανιασμένα. Όλοι υποθέτουμε λόγω ζέστης. Μύριζε γιαγιαδίλα.
-Μη με κρατάτε άλλο, πρέπει να φύγω!
Κανείς μας δεν την πίστευε. Θέλαμε να νομίζουμε ότι οι ισχυρισμοί της ήταν αλήθειες με λίγα ψέμματα και όχι το αντίστροφο. Γι'αυτό περιμέναμε υπομονετικά. Αρχίσαμε να ξεφυσάμε κι εμείς μαζί της. Το περιπολικό δεν εμφανιζόταν. Η κυρα Βούλα άλλοτε ηρεμούσε σαν να μη συνέβαινε τίποτα και άλλοτε πανικοβάλλονταν. Αυτό μας τρόμαζε ακόμα πιο πολύ, αλλά κρατούσαμε την ψυχραιμία μας.
Ήρθε η αστυνομία. Περιγράψαμε την κατάσταση. Ο αστυνομικός της χαμογελούσε συγκαταβατικά. Πήραν τα στοιχεία μου, τυπικά για παν ενδεχόμενο.
-Έλα γιαγιά μαζί μας.
Της άνοιξαν την πόρτα. Σαν πριγκίπισσα με νυχτικιά. Μπήκε ανενόχλητη στο περιπολικό. Είχε σταματήσει να φέρνει αντιρρήσεις. Δεν μας κοιτούσε πια.

Γυρνώντας σπίτι ξέσπασα σε κλάματα. Σκεφτόμουν τη δική μου γιαγιά. Οι γείτονες την γυρίζουν πότε πότε στο σπίτι γιατί χάνει το δρόμο της. Ακόμα και άγνωστοι καμιά φορά. Δεν το παραδέχεται πως μπερδεύται. Λέει πως πήγαινε σε μια γειτόνισσα. Μισές αλήθειες μισά ψέμματα. Τα ρούχα μου μυρίζανε γιαγιαδίλα.


Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Serpico

     Το ύφος όταν τα ξέρεις όλα και δεν μπορείς να μιλήσεις.

      
      Το λεγόμενο «ε ρε και ν'ανοίξω το στόμα μου»
    Το πνίξιμο όταν το ήθος σου και η αξιοπρέπεια σού επιβάλλουν να φύγεις μακριά γιατί έχεις αντιληφθεί τη σαπίλα που υπάρχει τριγύρω. Σε όλους ανεξαιρέτως, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, από τον πιο καινούργιο μέχρι τον πιο παλιό. Από τον πιο άσχετο μέχρι τον πιο βαθιά χωμένο.
    Όσο ανεβαίνεις έρχεσαι αντιμέτωπος με όλο και περισσότερα εμπόδια, που προσποιούνται παροχή βοήθειας και υποκρίνονται τους συμπαραστάτες στο έργο που διατείθεσαι να αναλάβεις. Κάποιοι τολμούν λόγω θέσης και συμφερόντων να σε επαινούν και να σε θαυμάζουν για την άξια συμπεριφορά σου. Άλλοι δε διστάζουν να σε υποσκάψουν εμμέσως πλην σαφώς. Γίνεσαι έξυπνος και αποκτάς εμπειρία μέσα από την ίδια τη διαδικασία του ελιγμού. Εξοικειώνεσαι με την αποφυγή των λάκκων μόνο όταν φτάσεις στο χείλος τους.
      Προσπαθείς να ξεπεράσεις τα τείχη χωρίς να διαφθαρείς και το τίμημα αυτής της προσπάθειας είναι να καταντάς δακτυλοδεικτούμενος. Επειδή έμαθες να κάνεις μόνο το σωστό. Δε σε νοιάζει. Έφτασες ως εδώ γιατί αυτό ήταν το όνειρό σου. Κράτησες κοντά σου αυτούς που, ακόμα και φοβισμένοι, σε ακολούθησαν. Ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν, μέχρι που κι εκείνοι, με το πλήρωμα του χρόνου και των συνθηκών, σε πρόδωσαν.
     Προσχεδιασμένα ή τυχαία. Πώς προδίδεις κάποιον τυχαία;
     Ηθελημένα ή μη. Γίνεται κάτι όντως εξ ολοκλήρου χωρίς να το θέλεις;
    Από μέσα τους ξέρουν ότι είσαι τίμιος. Αυτό φοβούνται. Ότι είσαι ο μόνος καθαρός εκεί μέσα. Κανείς δεν κατάφερε να σε εκβιάσει. Μόνο η συνείδησή σου. Σε αυτό αρκέστηκες. Και μ' αυτό πορεύτηκες.