Μην τα ξαναλέμε τα εισαγωγικά. Είναι προφανές ότι το παιχνίδι είναι εθιστικό.
1. Δάνειο
2. Τρίχες
3. Πάγκος
4. Κλειδιά
5. Ήλιος
Σφαλισμένα παντζούρια και τα ξύλινα στόρια τραβηγμένα μέχρι το πάτωμα. Κατάλαβε ότι είχε ξημερώσει όταν άκουσε τα σπουργίτια κι όταν μια μικρή αχτίδα ήλιου πέρασε απ'το στραβό φύλλο της γρίλιας. Άλλη μια Δευτέρα στα μέσα της άνοιξης. Σκέφτεται πότε κιόλας πέρασε. Και πού να'ναι κρυμμένη η υπόλοιπη.
-Επ ξυπνήσαμε; αγουροξυπνημένα μάτια, μαλλιά μπλεγμένα και ύφος παραπονιάρικου γατιού. Κάνε πως δε με είδες. Ο καφές σου είναι στον πάγκο, βάλε πόση ζάχαρη θες..
-Περίμενε, άσ'τον καφέ, είναι κλειδωμένα κάτω.. να πάρει η ευχή με τις φοβίες των ενοίκων.. Φοράει τα παπούτσια λυτά και βάζει τα κλειδιά στην τσέπη της πιτζάμας. Πίνει μια γουλιά.
-Φτουυ.. πίκραα.. ζάχαρη ούτε στάλα;
-Σε είπα βάλε όση θες.
Τον παρατάει στο τραπεζάκι κι ανοίγει την πόρτα. Η διαφορά θερμοκρασίας απ'το σαλόνι στο διάδρομο σηκώνει τις τρίχες και ξυπνάει το σώμα για τα καλά.
Γυρίζει στο διαμέρισμα και κάθεται στον καναπέ. Η τηλεόραση έπαιζε ξεχασμένη από το βράδυ ταινία και τώρα ειδήσεις. Στα παράθυρα μιλάνε για καταθέσεις, δάνεια, οφειλές. Ξύπνησε ο λαός.
-Πού είναι ο καφές γαμώ τ.. Ξανασηκώθηκε. 5 βαθμοί έξω. Άνοιξη σε λέει μετά.