Σε
τσιμεντένιες πόλεις συμβαίνει το οξύμωρο να'ναι πυκνοκατοικημένες κι
όμως να μοιάζουν εξίσου ακατοίκητες: δεν ξέρεις ποιος ζει -και ποιος
πεθαίνει- δίπλα σου. Τον περασμένο χρόνο ξενοίκιασα από ένα διαμέρισμα
σε μια προ πενηντακονταετίας χτισμένη οικογενειακή πολυκατοικία. Οι φθορές της έμελλαν να γίνουν και δικές μου.
Σαν τώρα θυμάμαι την τελευταία φορά που ανέβαινα με μαύρη καρδιά τα
σκαλοπάτια για να παραδώσω τα κλειδιά στον ιδιοκτήτη. Και πώς μετά
γύρισα πίσω να κοιτάξω το άδειο πια μπαλκόνι μου. Ήσυχη γειτονιά, όπου, όπως είναι σύνηθες στις πόλεις, δεν ξέρεις τους
κατοίκους στα γύρω σπίτια. Αλλά ποτέ δε γνώρισα και τη διπλανή
γειτόνισσα. Ήξερα μόνο ότι τη φρόντιζε η Λουΐζα, που με ρωτούσε πάντα
όταν με έβλεπε, όλο χαμόγελο και με τα σπαστά Ελληνικά της: «Τι κάνει το
παλικάρι;» Μηδέν ηχομόνωση βλέπεις όταν χτίζανε πριν μισό αιώνα.
Η πραγματική όμως ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος ποτέ δεν έβγαινε απ'το σπίτι -συμπεραίνει κανείς ότι τα χρόνια την είχαν καθηλώσει στο κρεβάτι. Ώσπου μετά από μήνες όταν βρέθηκα στη γειτονιά, πέρασα από 'κει για να παραλάβω κάποια γράμματα συνδρομής. Γύρεψα τη Σ. που την ήξερα καλά για να τη χαιρετήσω.
-Ακόμα ξενοίκιαστο ε;Η πραγματική όμως ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος ποτέ δεν έβγαινε απ'το σπίτι -συμπεραίνει κανείς ότι τα χρόνια την είχαν καθηλώσει στο κρεβάτι. Ώσπου μετά από μήνες όταν βρέθηκα στη γειτονιά, πέρασα από 'κει για να παραλάβω κάποια γράμματα συνδρομής. Γύρεψα τη Σ. που την ήξερα καλά για να τη χαιρετήσω.
-Και δεν είναι μόνο αυτό.
-Μη μου πεις..
-Ναι, μας άφησε η γιαγιά. Γι'αυτό έφυγε και η γυναίκα.
Αυτό το συναίσθημα που σε διακατέχει
όταν πεθαίνει κάποιος δίπλα σου,
που δεν τον ήξερες προσωπικά,
σου αφήνει ένα παράξενο κενό.
Και
η συνέχεια της ιστορίας μεταφέρεται στο τωρινό διαμέρισμα. Κατά
σύμπτωση, η πολυκατοικία ομοίως οικογενειακή, με μία κατάκοιτη γιαγιάκα
στο ισόγειο, να την φροντίζει μία γυναίκα με εξίσου σπαστή προφορά
-θραύση κάνουν οι αλλοδαπές σε τέτοιες δουλειές, που κατά κάποιον τρόπο
τις λες και σύμβαση αγυρίστου χρόνου, όχι αορίστου, γιατί σταματάνε όταν η γιαγιά πάει στον αγύριστο -τραγικό
μα αληθές. Κατά δεύτερη σύμπτωση, ονομάζεται κι αυτή Λουΐζα -πρέπει
να'ναι το αντίστοιχο δικό μας Μαρία, δε θέλω να το ερμηνεύσω διαφορετικά
γιατί θα τρομοκρατηθώ. Θα τραγουδήσω απλώς «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.»
![]() |
Tout est là, monsieur Calmel |
Όπου πάω μια γιαγιά πεθαίνει.
*Στον επικήδειο της λειτουργίας αναφέρθηκε ότι ήταν μία εκ των γηραιότερων κατοίκων του
δήμου, ενώ ήταν φανερό πόσοι την ήξεραν και την αγαπούσαν απ'την αθρόα
προσέλευση.
"Tout le jour, mon cœur bat, chavire et chancelle
C'est l'amour qui vient avec je ne sais quoi"
C'est l'amour qui vient avec je ne sais quoi"