Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Darling

«...βοήθεια, χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
εγώ για 'κείνον χάνομαι κι εκείνος ούτε με ξέρει
αχ να 'μουνα αεράκι, καπνός από τσιγάρο
στο στήθος του να μπαίνω κι εκείνος ας μη με θέλει


βοήθεια, χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
ζηλεύω όποια του μιλά και όποια τον κοιτάει
μα πιο πολύ ζηλεύω εκείνη π’ αγαπάει
σαν τρέμει το κορμάκι του και σαν λιγοθυμάει
...»




Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Περί μίσους & έρωτος

-Μισώ τον έρωτα.
-Πώς μισείς κάτι τόσο όμορφο;
-Μισώ τη δύναμή του.
-Πώς μισείς κάτι τόσο δυνατό;
- ...μισώ εμένα, που είμαι αδύναμη μπροστά στην ομορφιά του.
Κλυταιμνήστρα, Κηφισιά

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Αujourd'hui. Ηier. Τoujours.


-Pssst... Don't you want to know more..?!
-You.. you saw her, didn't you?
-Yeah, we saw her. She slid us into the pocket of her blouse... against her breast!
-And... and.. is she pretty?
-Umm.. not bad.. Beautiful. No, just pretty! No... beautiful.
-What does she want from me?
-She's broke and she wants a reward for giving the album back. Or, maybe she collects ID pictures too. That's it. And since she's already got us, she wants to swap us for a one-eyed bloke with a moustache!
-....?!
-Of course not you git. She's in love.
-But... but..... I don't even know her!
-Of course you do. You do know her.
-How long for?
-A long time ago...... Forever.... in your dreams.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Σύμβαση αγυρίστου χρόνου

Σε τσιμεντένιες πόλεις συμβαίνει το οξύμωρο να'ναι πυκνοκατοικημένες κι όμως να μοιάζουν εξίσου ακατοίκητες: δεν ξέρεις ποιος ζει -και ποιος πεθαίνει- δίπλα σου. Τον περασμένο χρόνο ξενοίκιασα από ένα διαμέρισμα σε μια προ πενηντακονταετίας χτισμένη οικογενειακή πολυκατοικία. Οι φθορές της έμελλαν να γίνουν και δικές μου. Σαν τώρα θυμάμαι την τελευταία φορά που ανέβαινα με μαύρη καρδιά τα σκαλοπάτια για να παραδώσω τα κλειδιά στον ιδιοκτήτη. Και πώς μετά γύρισα πίσω να κοιτάξω το άδειο πια μπαλκόνι μου. Ήσυχη γειτονιά, όπου, όπως είναι σύνηθες στις πόλεις, δεν ξέρεις τους κατοίκους στα γύρω σπίτια. Αλλά ποτέ δε γνώρισα και τη διπλανή γειτόνισσα. Ήξερα μόνο ότι τη φρόντιζε η Λουΐζα, που με ρωτούσε πάντα όταν με έβλεπε, όλο χαμόγελο και με τα σπαστά Ελληνικά της: «Τι κάνει το παλικάρι;» Μηδέν ηχομόνωση βλέπεις όταν χτίζανε πριν μισό αιώνα.
   Η πραγματική όμως ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος ποτέ δεν έβγαινε απ'το σπίτι -συμπεραίνει κανείς ότι τα χρόνια την είχαν καθηλώσει στο κρεβάτι. Ώσπου μετά από μήνες όταν βρέθηκα στη γειτονιά, πέρασα από 'κει για να παραλάβω κάποια γράμματα συνδρομής. Γύρεψα τη Σ. που την ήξερα καλά για να τη χαιρετήσω.
-Ακόμα ξενοίκιαστο ε;
-Και δεν είναι μόνο αυτό.
-Μη μου πεις..
-Ναι, μας άφησε η γιαγιά. Γι'αυτό έφυγε και η γυναίκα.

Αυτό το συναίσθημα που σε διακατέχει
όταν πεθαίνει κάποιος δίπλα σου,
που δεν τον ήξερες προσωπικά,
σου αφήνει ένα παράξενο κενό.

Και η συνέχεια της ιστορίας μεταφέρεται στο τωρινό διαμέρισμα. Κατά σύμπτωση, η πολυκατοικία ομοίως οικογενειακή, με μία κατάκοιτη γιαγιάκα στο ισόγειο, να την φροντίζει μία γυναίκα με εξίσου σπαστή προφορά -θραύση κάνουν οι αλλοδαπές σε τέτοιες δουλειές, που κατά κάποιον τρόπο τις λες και σύμβαση αγυρίστου χρόνου, όχι αορίστου, γιατί σταματάνε όταν η γιαγιά πάει στον αγύριστο -τραγικό μα αληθές. Κατά δεύτερη σύμπτωση, ονομάζεται κι αυτή Λουΐζα -πρέπει να'ναι το αντίστοιχο δικό μας Μαρία, δε θέλω να το ερμηνεύσω διαφορετικά γιατί θα τρομοκρατηθώ. Θα τραγουδήσω απλώς «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.»
   Απ' τις αρχές ακόμα με είχε προσκαλέσει ένα πρωί στο σπίτι, με κέρασε ένα παραδοσιακό γλυκό της χώρας της και επιτέλους, γνώρισα την κυρα Μαρία (αυτή τη φορά, ναι! πρόλαβα και τη γνώρισα). Η έκφρασή της θύμιζε τις φιγούρες απ'το Triplettes de Belleville, μα περισσότερο τον γεράκο στο Magasin des suicides, που περίμενε ανάσκελα στο κρεβάτι την παραγγελία του. Έτρωγε τα πάντα περασμένα απ'το μπλέντερ κι η ομιλία της είχε διαταραχτεί οπότε έβγαζε μονάχα πού και πού άναρθρες βραχνές κραυγές. Την χάιδεψα απαλά, μιας και έδειχνε τόσο εύθραυστη κι εκείνη έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε.
Tout est là, monsieur Calmel
   Η Λουΐζα no.2 με φίλεψε κι άλλο κομμάτι γλυκού και επέμεινε να πηγαίνω όποτε θέλω να τις κρατάω παρέα. Πράγμα, όμως, που ποτέ δεν έτυχε, μιας και τη συναντάω στη χάση και στη φέξη (κυριολεκτικά), που δεν είναι άλλο απ'τις ώρες που έρχομαι και φεύγω. Μία απ'αυτές τις ώρες λοιπόν, μένω άναυδη στην όψη ενός χαρτιού έξω απ'την είσοδο. «Κηδεύουμε αύριο την πολυαγαπημένη μας μητέρα, γιαγιά και προγιαγιά...». Το διαβάζω ξανά και ξανά με γουρλωμένα μάτια. Δεν είναι δυνατόν! Συνήλθα μόνο όταν με μανία πλέον με τραβούσε το κουτάβι να κάνουμε αυτό για το οποίο βγήκαμε έξω. Αυτό ήταν. Έφυγε πλήρης ημερών, ήρεμη και ατάραχη. Τη φέρνω στη μνήμη μου και ζωγραφίζονται μπροστά μου οι ρυτίδες του μελλοθάνατου monsieur Calmel στο ημίφως του ρετιρέ της άδειας πολυκατοικίας. Στον χρόνο απάνω αδειάζει λοιπόν και το διαμέρισμα. Κι αυτό το διαμέρισμα.

Όπου πάω μια γιαγιά πεθαίνει.

*Στον επικήδειο της λειτουργίας αναφέρθηκε ότι ήταν μία εκ των γηραιότερων κατοίκων του δήμου, ενώ ήταν φανερό πόσοι την ήξεραν και την αγαπούσαν απ'την αθρόα προσέλευση.


"Tout le jour, mon cœur bat, chavire et chancelle
C'est l'amour qui vient avec je ne sais quoi"