Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Δημιουργική γραφή attempt #1

Η φράση με παρέπεμψε όταν την πρωτοάκουσα στη σύνθεση ενός τραγουδιού ή ενός πεζογραφήματος. Η επεξήγησή της δόθηκε όσο πιο απλά και κατανοητά γινόταν, μιας και η θεωρητική αυτή έννοια απευθύνονταν σε ένα θετικό επιστήμονα.

«Δημιουργική γραφή είναι όταν σου δίνουν πέντε λέξεις ή δυο ή ακόμα κ μόνο μια ή μια εικόνα ή ένα τραγούδι κ εσύ με αυτό που θα σου δώσουν πρέπει να γράψεις είτε ένα κείμενο είτε ένα ποίημα είτε ένα σενάριο είτε μια ιστορία φαντασίας. Στο λέω γτ το έχω κάνει στο πανεπιστήμιο κ είναι εκπληκτικό σαν ασχολία.»

Έτσι τουλάχιστον μου την περιέγραψε στο chat ένα εξαιρετικό άτομο. Το «παιχνίδι» άρχισε αμέσως, μιας και μου φαινόταν ήδη πολύ ενδιαφέρον και τελικά έγινε ένα μαγικό ταξίδι. Οι λέξεις ήταν άσχετες μεταξύ τους. Αλλά όταν μπεις αυθόρμητα στο σκηνικό της ιστορίας που εσύ ο ίδιος κατασκευάζεις και γίνεσαι κομμάτι της, όταν μεταφέρεσαι νοερά στο περιβάλλον που οι ήρωές σου ζουν μία τυχαία στιγμή, στο τέλος χωρίς ακόμα να 'χεις καταλάβει το πώς, αισθάνεσαι ήρεμος και ανακουφισμένος. Έχεις μία ώρα, χωρίς αυστηρά όρια.

Οι λέξεις δόθηκαν. Το παιχνίδι άρχισε. Ή μάλλον, το παιχνίδι έχει μόλις αρχίσει.

1. Χώμα
2. Δόντια
3. Ανεμοστρόβιλος
4. Τρακτέρ
5. Νιαούρισμα
  
Ήταν ακόμα πολύ νωρίς. Ξημέρωνε αργά εκείνους τους μήνες. Την άκουσε να ξυπνάει και της ετοίμασε το πρωινό. Ζεστό γάλα στο τσίγκινο ποτηράκι, με το στραβό κουτάλι, λίγη ψίχα και θρυμματισμένο ανάλατο τυρί στο κουπάκι. Εκείνη σηκώθηκε και τα αργά συρτά της βήματα ακούγονταν στον παλιό μουσαμά. Τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.
-Φόρεσες τα δόντια σου;
-Ποια; είπε εκείνη παραξενεμένη.
-Τα δόντια σου! ξαναείπε φωναχτά˙ η ησυχία του σπιτιού ήταν κι όλας παρελθόν.
-Αα.. ναι.
-Κάτσε να φας. Πάω να φέρω ξύλα.
Η αυλή σκοτεινή ακόμα. Η βρύση έσταζε ρυθμικά στο χώμα. Ο γέρος σήκωσε το τσουβάλι που κάλυπτε τις στοίβες με τα δρύινα στραβοκομμένα ξύλα. Η γάτα νωχελικά τον κοίταξε. Το νιαούρισμά της χάλασε την ηρεμία της αυλής.
-Ξουτ! Φύγε μωρή τσουράπω μη στα δώσω να τα φας! είπε και μάζεψε κάμποσα στα χέρια του.
Μπήκε μέσα και άρχισε να ανάβει το τζάκι.
-Φυσάει σήμερα, του είπε. Θα έρθει ανεμοστρόβιλος μου είπε η Σοφούλα.
-Ωχ Θεέ μου. Να ‘ρθεί να γλιτώσουμε.
Μόλις που άκουγες τα πρώτα βήματα των χωρικών στα υγρά δρομάκια. Σε λίγο θα άκουγες τις τσάπες στα κοντινά χωράφια και τα τρακτέρ να περνούν. Και η ησυχία του χωριού, μόλις φανεί ο ήλιος, θα’ναι κι αυτή παρελθόν.