«Αυτοί που ακούς, αυτοί που θαυμάζεις έχουν γνώσεις, έχουν διαβάσει όλα τα σωστά βιβλία, τους φιλοσόφους, τους σοφιστές, τους σλογκανιστές. Όσο για μένα, διάβασα πολύ, με λάθος τρόπο κι όλα τα λάθος βιβλία. Οι σοφιστές καθόλου δε με ενδιέφεραν. Όλες οι τεχνικές της χειραγώγησης και της πειθούς με πλήττανε θανάσιμα.
Οι ξένες λύσεις δεν ξεκλείδωναν το πρόβλημά μου.
Πολύ νωρίς αφέθηκα στο παιχνίδι της σιωπής, της γοητείας. Παιδιά, ζώα, ενήλικες, τέρατα, ωραίοι, χαρά, ευφορία, θλίψη, πόνος έρωτας, στιγμές εξαίσιες, εκστατικές, αλλαγές, στροφές, αυτοκαταστροφές, αυτοκτονίες, αυτοαναίρεση, αφαίρεση, μπερδέματα, απώλειες, παγίδες, θείες στιγμές επικοινωνίας, έμπνευση, φαντασία, άρνηση, φόβος, θάνατος, ανάσταση, τα υλικά μου.
(...)
 |
Σχέδιο: Αρλέτα |
Φέρθηκα άγρια στην άνοιξή μου κι έσπασε και σκορπίστηκε.
Από τότε πρέπει να παραφυλάω για κάθε περαστικό θραύσμα.
Αυτοί που σου μιλάνε είναι σαν πεταλούδες -άνθρωποι, ωραίοι, πλουμιστοί, λαμπεροί, σαν τις «ψυχές». Σαν μόνο. Διαθέτουν όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα, αλλά δεν είναι.
(...)
Ο προθάλαμος με τους μάγους-γιατρούς να σου λένε «Είναι στα χέρια του Θεού ο διασωληνωμένος λατρευτός σου», κι εσύ παραπαίοντας αρχίζεις να προσεύχεσαι αδέξια με την οξειδωμένη σου ψυχή και τη διακορευμένη πίστη σου αιμόφυρτες.
Ο Μύθος - το θαύμα μετά το τραύμα, ο από μηχανής θεός,
η Ανάσταση, η Λύτρωση, το Φως, το υπέροχο Σήμερα, το Αύριο.
Σου καταθέτω την κατακερματισμένη μου άνοιξη. Πολυτιμότερο δεν έχω.»
(Από Πού Πάνε Για Την Άνοιξη; Αρλέτα, εκδ. Καστανιώτη Αθήνα 1997, Απόσπασμα)